искалеченный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

искалеченный - translation to πορτογαλικά


искалеченный      
mutilado, aleijado ; {перен.} estropiado, escangalhado
troncho      
обрезанный, обрубленный, изуродованный, искалеченный, обрубок
aleijado      
увечный, изувеченный, искалеченный, калека

Ορισμός

искалеченный
ИСКАЛ'ЕЧЕННЫЙ, искалеченная, искалеченное; искалечен, искалечена, искалечено.
1. прич. страд. прош. вр. от искалечить
. Солдат, искалеченный на войне.
2. только ·полн. Увечный, сделавшийся калекой от ран и увечий. Искалеченный воин.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για искалеченный
1. Искалеченный солдат Андрей Сычев сделал первое заявление.
2. Единственный выживший в аварии, тяжело искалеченный телохранитель Тревор Рис-Джонс.
3. И на первом, увы, трагический персонаж -- искалеченный рядовой Сычев.
4. Искалеченный и несчастный, он сразу же стал семье не нужен.
5. Там жил совершенно непорченый, не искалеченный цивилизацией народ.